καυτηριασμός

cauterization

Ο καυτηριασμός είναι μια ιατρική διαδικασία κατά την οποία εφαρμόζεται θερμότητα, ηλεκτρισμός, χημικά ή λέιζερ για να καταστραφεί ιστός, να σταματήσει αιμορραγία ή να εξαλείφονται ανώμαλες ή παθολογικές αλλοιώσεις.

Μηχανισμός Δράσης
Ο καυτηριασμός προκαλεί πήξη ή καταστροφή των πρωτεϊνών του ιστού μέσω της εφαρμογής θερμικής ή χημικής ενέργειας, οδηγώντας σε αιμόσταση (σταμάτημα της αιμορραγίας) και καυτηρίαση του ιστού για την πρόληψη μολύνσεων ή περαιτέρω εξάπλωσης της βλάβης.

Ο καυτηριασμός είναι μια σημαντική και ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική στην ιατρική, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που απαιτείται ταχεία αιμόσταση ή καταστροφή παθολογικού ιστού με στόχο την αποφυγή περαιτέρω επιπλοκών.

καυτηρίαση

  • Αιμόσταση: Σταμάτημα της αιμορραγίας σε τραύματα ή χειρουργικές επεμβάσεις.
  • Καταστροφή παθολογικών ιστών: Αφαίρεση κονδυλωμάτων, καρκινικών ή προκαρκινικών αλλοιώσεων, πολύποδων.
  • Έλκη ή φλεγμονές: Καυτηρίαση επώδυνων ή μολυσμένων ελκών.
    Ρινορραγία: Καυτηρίαση αιμοφόρων αγγείων στη μύτη σε περιπτώσεις επίμονης ρινορραγίας.

  • Άμεση αιμόσταση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αιμορραγίας.
  • Γρήγορη εξάλειψη παθολογικών ιστών.
  • Ελαχιστοποίηση του κινδύνου μολύνσεων.

  • Ηλεκτροκαυτηριασμός (Electrocautery): Χρήση ηλεκτρικού ρεύματος για την καυτηρίαση του ιστού.
  • Θερμικός καυτηριασμός (Thermal cauterization): Εφαρμογή θερμότητας (π.χ. καυτά εργαλεία).
  • Χημικός καυτηριασμός (Chemical cauterization): Χρήση χημικών ουσιών, όπως νιτρικό άργυρο ή φαινόλη, για την καταστροφή του ιστού.
  • Καυτηριασμός με λέιζερ (Laser cauterization): Χρήση ελεγχόμενης δέσμης λέιζερ.