Η οφθαλμοπλαστική είναι ένας εξειδικευμένος κλάδος της οφθαλμολογικής χειρουργικής που ασχολείται με τη διόρθωση, αποκατάσταση ή αισθητική βελτίωση των ιστών γύρω από τα μάτια, όπως τα βλέφαρα, οι δακρυϊκοί πόροι και οι οφθαλμικοί μύες, συμβάλλοντας τόσο στη βελτίωση της όρασης και της λειτουργικότητας όσο και στη διατήρηση ενός φυσικού αισθητικού αποτελέσματος.
οφθαλμοπλαστική
oculoplasty- Πτώση βλεφάρων (βλεφαρόπτωση) που επηρεάζει την όραση
- Χρόνια δακρύρροια λόγω απόφραξης των δακρυϊκών αγωγών
- Όγκοι ή κύστες βλεφάρων και περιοφθαλμικών ιστών
- Τραυματισμοί ή παραμορφώσεις της περιοχής των ματιών
- Λειτουργικές ή αισθητικές ανωμαλίες των βλεφάρων
- Βλεφαροπλαστική: Αφαίρεση περίσσειας δέρματος και λίπους από τα βλέφαρα για αισθητικούς ή λειτουργικούς λόγους (π.χ. πτώση βλεφάρων).
- Επανόρθωση βλεφάρων: Χειρουργικές επεμβάσεις για εκτρόπιο (αναστροφή του κάτω βλεφάρου προς τα έξω) ή εντρόπιο (αναστροφή προς τα μέσα).
- Αφαίρεση όγκων βλεφάρων και οφθαλμικής περιοχής: Εξαίρεση καλοήθων ή κακοήθων βλαβών και αποκατάσταση των ιστών.
- Δακρυϊκή χειρουργική (δακρυοασκορινοστομία – DCR): Χειρουργική αποκατάσταση απόφραξης των δακρυϊκών πόρων για τη θεραπεία της χρόνιας δακρύρροιας.
- Εξόρυξη (εξεντέρωση) ή εξόλκευση οφθαλμού: Αφαίρεση του οφθαλμικού βολβού σε περιπτώσεις όγκων, τραύματος ή μη λειτουργικού πόνου.
- Επανορθωτικές επεμβάσεις οφθαλμικού κόγχου: Αποκατάσταση μετά από τραυματισμούς, κατάγματα ή χειρουργικές εκτομές.
- Χειρουργική αντιμετώπιση προπετώντος οφθαλμού (εξόφθαλμος): Συχνά σχετίζεται με θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια (νόσος Graves).
