Η σαλπιγγεκτομή είναι μια χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρείται μία ή και οι δύο σάλπιγγες (ωαγωγοί), που συνδέουν τις ωοθήκες με τη μήτρα. Η επέμβαση αυτή μπορεί να είναι ολική (διμερής) ή μερική (μονόπλευρη) και πραγματοποιείται είτε για θεραπευτικούς είτε για προληπτικούς λόγους, ιδιαίτερα σε γυναίκες με υψηλό κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών.
σαλπιγγεκτομή
salpingectomy- Εξωμήτρια κύηση, που μπορεί να προκαλέσει ρήξη της σάλπιγγας και αιμορραγία.
- Υδρόσαλπιγγα (παθολογική συλλογή υγρού στη σάλπιγγα, που προκαλεί υπογονιμότητα).
- Φλεγμονώδης νόσος της πυέλου (PID) με σοβαρή λοίμωξη των σαλπίγγων.
- Καρκίνος των ωοθηκών ή του ενδομητρίου, που μπορεί να επεκταθεί στις σάλπιγγες.
- Προληπτική αφαίρεση σε γυναίκες υψηλού κινδύνου (μετάλλαξη BRCA1/BRCA2) για τη μείωση του κινδύνου καρκίνου των ωοθηκών.
- Στειροποίηση, ως μόνιμη μέθοδος αντισύλληψης (αντί για απολίνωση των σαλπίγγων).
- Οριστική θεραπεία σε παθήσεις των σαλπίγγων.
- Μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών, ιδιαίτερα σε γυναίκες υψηλού κινδύνου.
- Λαπαροσκοπική τεχνική = μικρότερος χρόνος αποθεραπείας και λιγότερος πόνος.
- Μονομερής σαλπιγγεκτομή (Unilateral salpingectomy): Αφαίρεση μόνο της μίας σάλπιγγας, συνήθως λόγω λοίμωξης, έκτοπης κύησης ή όγκου.
- Διμερής σαλπιγγεκτομή (Bilateral salpingectomy): Αφαίρεση και των δύο σαλπίγγων, προκαλώντας μόνιμη στειρότητα.
Συχνά γίνεται για προληπτικούς λόγους σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών.
- Σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή (Salpingo-oophorectomy): Αφαίρεση σάλπιγγας και ωοθήκης, είτε μονομερώς είτε αμφοτερόπλευρα.
