ακτινοευαίσθητος, -η, -ο

radiosensitive

Ο όρος ακτινοευαίσθητος αναφέρεται σε έναν ιστό, κύτταρο ή οργανισμό που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ακτινοβολία και μπορεί να υποστεί βλάβες ή να καταστραφεί όταν εκτεθεί σε αυτή. Οι ακτινοευαίσθητοι ιστοί επηρεάζονται περισσότερο από την ακτινοβολία, γεγονός που τους καθιστά πιο επιρρεπείς σε βλάβες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ιοντίζουσα ακτινοβολία.

Ιστοί και κύτταρα που είναι ακτινοευαίσθητοι:

  • Ταχέως διαιρούμενα κύτταρα: Κύτταρα που αναπαράγονται γρήγορα, όπως τα καρκινικά κύτταρα, τα αιμοποιητικά κύτταρα του μυελού των οστών και τα κύτταρα των βλεννογόνων (π.χ. του εντέρου).
  • Λεμφικός ιστός και μυελός των οστών: Λόγω της ταχείας κυτταρικής ανανέωσης, αυτά τα όργανα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ακτινοβολία.
  • Εμβρυϊκά κύτταρα: Το έμβρυο είναι εξαιρετικά ακτινοευαίσθητο, ειδικά κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης.

Χρήση της ακτινοευαισθησίας στην ιατρική:

  • Ακτινοθεραπεία: Η ακτινοθεραπεία εκμεταλλεύεται την ακτινοευαισθησία των καρκινικών κυττάρων, τα οποία καταστρέφονται πιο εύκολα από την ακτινοβολία σε σχέση με τους περισσότερους υγιείς ιστούς.
  • Προστασία ευαίσθητων ιστών: Σχεδιάζονται ειδικές τεχνικές για την προστασία ακτινοευαίσθητων ιστών κατά τη διάρκεια διαγνωστικών ή θεραπευτικών διαδικασιών, όπως η χρήση προστατευτικών υλικών για τη μείωση της έκθεσης.

Η κατανόηση της ακτινοευαισθησίας είναι κρίσιμη για την ασφαλή και αποτελεσματική χρήση της ακτινοβολίας, ειδικά στην ογκολογία, καθώς επιτρέπει την στοχευμένη καταστροφή καρκινικών κυττάρων με ελαχιστοποίηση της βλάβης στους υγιείς ιστούς.