αναιμία

anemia

Η αναιμία αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθρών κυττάρων) ή η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα είναι κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα, γεγονός που μειώνει την ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς και τα όργανα του σώματος.

Η αναιμία μπορεί να προκαλείται από διάφορους παράγοντες, όπως:

  • Απώλεια αίματος (π.χ., από τραυματισμούς ή παρατεταμένη αιμορραγία, όπως από έλκος ή αιμορροΐδες).
  • Μειωμένη παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων (π.χ., λόγω ανεπάρκειας βιταμινών ή μετάλλων, όπως σιδήρου, βιταμίνης B12 ή φυλλικού οξέος, ή λόγω διαταραχών στον μυελό των οστών).
  • Αυξημένη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων (π.χ., σε καταστάσεις όπως η αιμολυτική αναιμία, όπου τα ερυθρά κύτταρα καταστρέφονται γρηγορότερα από ό,τι παράγονται).

Τα συμπτώματα της αναιμίας μπορεί να περιλαμβάνουν κούραση, αδυναμία, χλωμό δέρμα, δύσπνοια, ταχυκαρδία, και ζάλη.

Η διάγνωση γίνεται συνήθως με μια εξέταση αίματος, η οποία μετρά τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης, τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων και άλλες παραμέτρους του αίματος.

Ανάλογα με τα αίτια της αναιμίας, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει συμπληρώματα σιδήρου, βιταμινών, φαρμακευτική αγωγή, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταγγίσεις αίματος ή χειρουργικές επεμβάσεις.