Η αναπνευστική ανεπάρκεια αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία το αναπνευστικό σύστημα αδυνατεί να εξασφαλίσει επαρκή οξυγόνωση του αίματος ή/και να απομακρύνει το διοξείδιο του άνθρακα από το σώμα. Αυτό οδηγεί σε υποξαιμία (χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στο αίμα) ή/και υπερκαπνία (αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα), με αποτέλεσμα να απειλείται η φυσιολογική λειτουργία των ιστών και οργάνων.
Τύποι αναπνευστικής ανεπάρκειας:
- Τύπου Ι (υποξαιμική αναπνευστική ανεπάρκεια): Χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα οξυγόνου (υποξαιμία) χωρίς αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα. Παρατηρείται συχνά σε καταστάσεις όπως πνευμονία, πνευμονικό οίδημα, πνευμονική εμβολή.
- Τύπου ΙΙ (υπερκαπνική αναπνευστική ανεπάρκεια): Συνοδεύεται από αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα (υπερκαπνία) και, συνήθως, χαμηλά επίπεδα οξυγόνου. Παρατηρείται σε περιπτώσεις όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), το άσθμα, και σε νευρομυϊκές διαταραχές που επηρεάζουν την αναπνευστική λειτουργία.