Το αντισηπτικό αναφέρεται σε μια χημική ουσία ή ένα φαρμακευτικό προϊόν που χρησιμοποιείται για να εξουδετερώσει ή να καταστρέψει μικροοργανισμούς (όπως βακτήρια, ιούς, μύκητες) στην επιφάνεια του σώματος ή σε άλλες επιφάνειες, με σκοπό την πρόληψη λοιμώξεων. Τα αντισηπτικά χρησιμοποιούνται κυρίως για την απολύμανση του δέρματος, των τραυμάτων, και των ιατρικών εργαλείων πριν από χειρουργικές επεμβάσεις ή διαδικασίες, για την πρόληψη της μόλυνσης.
Χαρακτηριστικά:
Τα αντισηπτικά δεν σκοτώνουν μόνο μικροοργανισμούς, αλλά και εμποδίζουν τη δημιουργία νέων λοιμώξεων μέσω της απομάκρυνσης των μικροβίων από τις επιφάνειες. Διαφέρουν από τα απολυμαντικά, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη σύνθλιψη μικροβίων σε μη ζωντανούς οργανισμούς ή επιφάνειες (π.χ. τραπεζάκια, εργαλεία).
Παραδείγματα αντισηπτικών:
- Αλκοόλες (π.χ. αιθυλική αλκοόλη, ισοπροπυλική αλκοόλη)
- Χλωρεξιδίνη
- Ιωδιούχα διαλύματα (π.χ. ποβιδόνη-ιώδιο)
- Υπεροξείδιο του υδρογόνου
- Εφαρμογές αργύρου (π.χ. κρέμες ή αλοιφές που περιέχουν ιονισμένο αργύρο)
Τα αντισηπτικά χρησιμοποιούνται σε καθημερινές διαδικασίες (όπως το πλύσιμο των χεριών) καθώς και σε ιατρικές επεμβάσεις για την πρόληψη της μόλυνσης, και είναι σημαντικά στην χειρουργική πρακτική και την αντιμετώπιση τραυμάτων.