Ο όρος αντίσταση ως την μειωμένη ή ανεπαρκή απόκριση ενός συστήματος, ιστού ή κυττάρου σε έναν φυσιολογικό βιολογικό παράγοντα ή σήμα. Η αντίσταση αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία το σώμα, τα κύτταρα ή οι μικροοργανισμοί δεν ανταποκρίνονται φυσιολογικά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της κανονικής λειτουργίας.
Γενική χρήση του όρου «αντίσταση» στην ιατρική:
- Αντίσταση ορμονών: Όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη ή σε άλλες ορμόνες, όπου τα κύτταρα δεν ανταποκρίνονται κατάλληλα, οδηγώντας σε μεταβολικές ή ενδοκρινολογικές διαταραχές.
- Αντίσταση ανοσολογικής φύσης: Η φυσική ικανότητα του οργανισμού να αντέχει ή να προστατεύεται από παθογόνους παράγοντες.
- Φαρμακευτική αντίσταση: Όπως η αντίσταση στη θεραπεία, όπου αναπτύσσεται μειωμένη απόκριση του οργανισμού ή των μικροοργανισμών απέναντι στα φάρμακα (αν και σε αυτήν την περίπτωση, η πιο εξειδικευμένη ορολογία είναι η «ανθεκτικότητα»).
Συνοπτικός ορισμός: Στην ιατρική, λοιπόν, αντίσταση είναι η μειωμένη ικανότητα ανταπόκρισης ενός οργανισμού, ιστού ή κυττάρου σε έναν εξωτερικό ή εσωτερικό βιολογικό παράγοντα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή των φυσιολογικών διεργασιών και, ενίοτε, σε κλινικά συμπτώματα.