ασυμπτωματικός

asymptomatic

Ο όρος ασυμπτωματικός αναφέρεται σε κατάσταση ή ασθένεια στην οποία ο ασθενής δεν εμφανίζει κανένα σύμπτωμα ή ένδειξη της πάθησης, παρά την ύπαρξη της. Ένα άτομο μπορεί να είναι ασυμπτωματικό ενώ έχει μια ασθένεια ή λοίμωξη, όπως για παράδειγμα στον HIV ή σε ορισμένες μορφές καρκίνου, όπου η ασθένεια μπορεί να είναι παρούσα, αλλά δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.

Παράδειγμα:
Ασυμπτωματική λοιμώξη: Ένα άτομο μπορεί να έχει μολυνθεί από κάποιον ιό ή βακτήριο (π.χ. SARS-CoV-2) χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα, αλλά να είναι φορέας του και να μπορεί να μεταδώσει τη λοίμωξη σε άλλους.

Ο όρος “ασυμπτωματικός” χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις όπου η διάγνωση γίνεται μέσω εξετάσεων ή απεικόνισης, παρά μέσω κλινικών συμπτωμάτων.