Η διαστολή αναφέρεται στη διαδικασία ή στην κατάσταση κατά την οποία ένα όργανο, δομή ή αγγείο διευρύνεται ή ανοίγει σε μεγαλύτερη διάμετρο. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διάνοιξη αγγείων, αεραγωγών ή κοιλοτήτων του σώματος, είτε φυσιολογικά είτε παθολογικά. Η διαστολή μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα θεραπευτικών παρεμβάσεων, όπως π.χ. η χρήση καθετήρων για τη διάνοιξη στενωμένων αρτηριών στην αγγειοπλαστική.
Παραδείγματα Διαστολής:
- Διαστολή Καρδιακών Κοιλοτήτων: Η φάση κατά την οποία οι κοιλότητες της καρδιάς (κυρίως οι κοιλίες) γεμίζουν με αίμα.
- Διαστολή Τραχήλου Μήτρας: Κατά την προετοιμασία για τον τοκετό, ο τράχηλος διαστέλλεται για να επιτρέψει τη διέλευση του εμβρύου.
- Διαστολή Αιμοφόρων Αγγείων: Η αύξηση της διαμέτρου των αγγείων, που συχνά προκαλείται από φάρμακα για την καλύτερη ροή του αίματος.
Η διαστολή είναι μια κρίσιμη λειτουργία για πολλές σωματικές διαδικασίες και αποτελεί σημαντικό στόχο σε διάφορες θεραπευτικές πρακτικές.
