διουρητικός

diuretic

Ο διουρητικός (ή διουρητική, -ό) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει οποιαδήποτε ουσία ή φάρμακο που προάγει την παραγωγή ούρων από τους νεφρούς.

Διουρητικός: Ένας παράγοντας ή φάρμακο που ενισχύει τη διούρηση, δηλαδή την απέκκριση ούρων από τον οργανισμό, μέσω της αύξησης της έκκρισης νερού και ηλεκτρολυτών από τους νεφρούς.

Φαρμακολογική Χρήση: Διουρητικά χρησιμοποιούνται συχνά στην ιατρική για τη θεραπεία καταστάσεων όπως η υπέρταση (υψηλή πίεση του αίματος), η καρδιοπάθεια, η ηπατική και η νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης, βοηθούν στη μείωση του οιδήματος που προκαλείται από αυτές τις παθήσεις.

Μηχανισμός Δράσης: Διουρητικά λειτουργούν με διαφορετικούς μηχανισμούς, ανάλογα με τον τύπο τους. Μπορεί να επηρεάζουν την απορρόφηση ηλεκτρολυτών (όπως νάτριο και κάλιο) στα σωληνάρια των νεφρών, μειώνοντας έτσι την επαναρρόφηση του νερού και οδηγώντας σε αυξημένη παραγωγή ούρων.

Τύποι Διουρητικών:

  • Θειαζίδια: Χρησιμοποιούνται κυρίως για την υπέρταση.
  • Ακτινικά διουρητικά: Χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας και για τη θεραπεία του οιδήματος.
  • Κάλιο-διατηρητικά: Βοηθούν στη διατήρηση των επιπέδων καλίου στον οργανισμό.

Σημασία: Η χρήση διουρητικών φαρμάκων απαιτεί προσοχή και παρακολούθηση, καθώς μπορεί να προκαλέσουν ανισορροπίες ηλεκτρολυτών και άλλες παρενέργειες, όπως αφυδάτωση ή υπόταση.