μακρογλωσσία

macroglossia

Η μακρογλωσσία αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία η γλώσσα είναι μεγαλύτερη από το φυσιολογικό. Η υπερβολική αύξηση του μεγέθους της γλώσσας μπορεί να προκαλεί προβλήματα στην ομιλία, την κατάποση, την αναπνοή, και ενίοτε να επηρεάζει και την αισθητική εμφάνιση του προσώπου.

Η μακρογλωσσία μπορεί να είναι συγγενής (παρούσα από τη γέννηση) ή επίκτητη (αναπτυσσόμενη αργότερα στη ζωή). Κάποιες κοινές αιτίες περιλαμβάνουν:

  • Γενετικές διαταραχές: Όπως το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Beckwith-Wiedemann και άλλες γενετικές καταστάσεις.
  • Ορμονικές διαταραχές: Όπως ο υποθυρεοειδισμός ή η ακρομεγαλία, που προκαλούν υπερτροφία των ιστών.
  • Αιματολογικές ή λεμφικές διαταραχές: Όπως το αιμαγγείωμα ή το λεμφαγγείωμα, που προκαλούν αύξηση του μεγέθους των ιστών.
  • Αμυλοείδωση: Μια σπάνια πάθηση όπου εναποτίθενται πρωτεΐνες στους ιστούς, προκαλώντας διόγκωση της γλώσσας.

Η μακρογλωσσία μπορεί να συνοδεύεται από δυσκολίες στην ομιλία, τη μάσηση, την κατάποση και την αναπνοή, ενώ μπορεί να προκαλέσει και οδοντικές ανωμαλίες λόγω της πίεσης που ασκείται στα δόντια.

Η διάγνωση της μακρογλωσσίας γίνεται μέσω κλινικής εξέτασης και, αν χρειαστεί, με τη χρήση απεικονιστικών μεθόδων ή βιοψίας για την ανίχνευση υποκείμενων αιτίων.

Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία και τη σοβαρότητα της κατάστασης και μπορεί να περιλαμβάνει χειρουργική μείωση της γλώσσας ή θεραπεία για την αντιμετώπιση της υποκείμενης πάθησης, όπως η ορμονική ρύθμιση.