Η νοητική υστέρηση (ή νοητική αναπηρία) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει μια κατάσταση μειωμένης διανοητικής λειτουργίας και προσαρμοστικών δεξιοτήτων, που επηρεάζει την καθημερινή λειτουργικότητα και προκύπτει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Χαρακτηρίζεται από σημαντικά χαμηλότερη του μέσου όρου νοητική ικανότητα και δυσκολίες σε προσαρμοστικές συμπεριφορές (π.χ. κοινωνικές δεξιότητες, επικοινωνία, αυτοφροντίδα) που συνήθως εμφανίζονται πριν την ηλικία των 18 ετών.
Η νοητική υστέρηση διακρίνεται σε διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας (ήπια, μέτρια, σοβαρή, βαθιά) ανάλογα με την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής και την αξιολόγηση του IQ, που συχνά βρίσκεται κάτω από το όριο των 70 μονάδων.