νοητική υστέρηση

intellectual disability

Η νοητική υστέρηση (ή νοητική αναπηρία) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να περιγράψει μια κατάσταση μειωμένης διανοητικής λειτουργίας και προσαρμοστικών δεξιοτήτων, που επηρεάζει την καθημερινή λειτουργικότητα και προκύπτει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Χαρακτηρίζεται από σημαντικά χαμηλότερη του μέσου όρου νοητική ικανότητα και δυσκολίες σε προσαρμοστικές συμπεριφορές (π.χ. κοινωνικές δεξιότητες, επικοινωνία, αυτοφροντίδα) που συνήθως εμφανίζονται πριν την ηλικία των 18 ετών.

Η νοητική υστέρηση διακρίνεται σε διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας (ήπια, μέτρια, σοβαρή, βαθιά) ανάλογα με την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής και την αξιολόγηση του IQ, που συχνά βρίσκεται κάτω από το όριο των 70 μονάδων.

Οι αιτίες της νοητικής υστέρησης είναι ποικίλες και μπορεί να περιλαμβάνουν γενετικές διαταραχές, περιγεννητικούς τραυματισμούς, λοιμώξεις, τοξικούς παράγοντες και περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Η διάγνωση και η υποστήριξη της νοητικής υστέρησης απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της αυτονομίας του ατόμου μέσω εκπαίδευσης, κοινωνικής υποστήριξης και θεραπευτικών παρεμβάσεων.