Η ορογονίτιδα αναφέρεται σε φλεγμονή του ορογόνου ή των εξαρτημάτων του (όπως οι ορογόνες αδένες). Ο όρος “ορογονίτιδα” συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου υπάρχει φλεγμονή στον ορό του σώματος, ο οποίος είναι ένα υγρό που περιβάλλει και προστατεύει τα όργανα, ειδικά τα εσωτερικά, όπως η καρδιά, οι πνεύμονες και η κοιλιακή κοιλότητα. Η φλεγμονή μπορεί να προκαλείται από διάφορους παράγοντες, όπως λοιμώξεις, τραυματισμούς ή αυτοάνοσες παθήσεις. Η ορογονίτιδα ενδέχεται να σχετίζεται με καταστάσεις που επηρεάζουν τις επενδύσεις των εσωτερικών οργάνων και το υγρό που τα περιβάλλει.
Ωστόσο, ο όρος δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος και ενδέχεται να υπάρχει κάποια παρανόηση ή παραλλαγή στους όρους, αναλόγως του πλαισίου της διάγνωσης ή της ανατομίας. Συχνά χρησιμοποιούνται άλλοι, πιο συγκεκριμένοι όροι για να αναφέρονται στη φλεγμονή των συγκεκριμένων περιοχών ή αδένων.