συστολικός, -ή, -ό

systolic

Ο όρος συστολικός αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη συστολή της καρδιάς, δηλαδή την φάση κατά την οποία οι κοιλίες της καρδιάς συστέλλονται για να εξωθήσουν το αίμα προς τις αρτηρίες. Ο συστολικός όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε σχέση με την αρτηριακή πίεση και άλλες καρδιακές παραμέτρους.

Χαρακτηριστικά του συστολικού όρου:

  • Συστολική πίεση: Είναι η μέγιστη πίεση στις αρτηρίες κατά τη διάρκεια της συστολής της αριστερής κοιλίας, όταν το αίμα εξωθείται προς την αορτή. Αποτελεί την άνω τιμή στην αρτηριακή πίεση, π.χ., 120 mmHg στην ένδειξη 120/80 mmHg.
  • Συστολική λειτουργία της καρδιάς: Η ικανότητα της καρδιάς να συσπάται αποτελεσματικά και να εξωθεί επαρκή ποσότητα αίματος για να υποστηρίξει τις ανάγκες του σώματος.

Σημασία του συστολικού όρου:

  • Δείκτης καρδιακής υγείας: Η συστολική πίεση και η συστολική λειτουργία αποτελούν βασικούς δείκτες της λειτουργικότητας και της υγείας του καρδιαγγειακού συστήματος.
  • Συστολική δυσλειτουργία: Όταν η καρδιά δυσκολεύεται να συσπαστεί επαρκώς, προκαλώντας μειωμένη εξώθηση αίματος, μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια.

Η παρακολούθηση της συστολικής πίεσης και της συστολικής λειτουργίας είναι σημαντική για τη διάγνωση και τη διαχείριση των καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς η σωστή συστολή της καρδιάς είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αιμάτωση των οργάνων.