Βακτηριοκτόνος είναι όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική και τη μικροβιολογία για να περιγράψει μια ουσία ή παράγοντα που σκοτώνει τα βακτήρια.
Μηχανισμός Δράσης: Οι βακτηριοκτόνοι παράγοντες δρουν με διάφορους μηχανισμούς, όπως η καταστροφή της κυτταρικής μεμβράνης των βακτηρίων, η αναστολή της σύνθεσης των πρωτεϊνών, ή η παρεμπόδιση της αναπαραγωγής του γενετικού υλικού τους. Αυτές οι δράσεις οδηγούν στην ακαμψία και το θάνατο των βακτηριακών κυττάρων.
Διαφορές από Βακτηριοστατικούς: Σε αντίθεση με τους βακτηριοστατικούς παράγοντες, οι οποίοι αναστέλλουν την ανάπτυξη και αναπαραγωγή των βακτηρίων χωρίς να τα σκοτώνουν, οι βακτηριοκτόνοι παράγοντες προκαλούν άμεσο θάνατο των βακτηρίων.
Χρήση στην Ιατρική:
Αντιβιοτικά: Πολλά αντιβιοτικά, όπως η πενικιλίνη, η βανκομυκίνη και η κεφαλοσπορίνη, έχουν βακτηριοκτόνες ιδιότητες και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία βακτηριακών λοιμώξεων. Η επιλογή ενός βακτηριοκτόνου αντιβιοτικού μπορεί να είναι κρίσιμη σε περιπτώσεις σοβαρών λοιμώξεων ή όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς είναι αδύναμο.
Κλινική Σημασία: Η επιλογή ανάμεσα σε βακτηριοκτόνους και βακτηριοστατικούς παράγοντες εξαρτάται από τον τύπο της λοίμωξης, τη βακτηριακή ευαισθησία και τις κλινικές συνθήκες του ασθενούς. Σε περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ταχεία εξάλειψη των βακτηρίων, οι βακτηριοκτόνοι παράγοντες προτιμώνται.α
