υπερχολερυθριναιμία

hyperbilirubinemia

Η υπερχολερυθριναιμία είναι η κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα χολερυθρίνης στο αίμα είναι αυξημένα. Η χολερυθρίνη είναι ένα κίτρινο χρωστικό που παράγεται κατά τη διάσπαση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και είναι φυσιολογικά παρούσα στο αίμα σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Υπερχολερυθριναιμία μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες και μπορεί να διακριθεί σε δύο κύριες κατηγορίες:

  • Άμεση (Συζευγμένη) Χολερυθριναιμία:
    Αυξάνεται λόγω της ανικανότητας του ήπατος να απομακρύνει τη χολερυθρίνη από το αίμα. Συνδέεται συνήθως με ηπατικές παθήσεις (π.χ., ηπατίτιδα, κίρρωση) ή παθήσεις των χοληφόρων αγγείων (π.χ., χολαγγειίτιδα).
  • Έμμεση (Ασυζευγμένη) Χολερυθριναιμία: Αυξάνεται λόγω της υπερβολικής διάσπασης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (αιμολυτική αναιμία) ή της ανεπάρκειας σε ορισμένα ένζυμα (π.χ., έλλειψη G6PD). Επίσης μπορεί να συμβαίνει σε περιπτώσεις νεογνικής ίκτερου.

  • Κίτρινη χροιά του δέρματος και του σκληρού χιτώνα των ματιών (ίκτερος).
  • Σκούρα ούρα (λόγω της παρουσίας χολερυθρίνης).
  • Ανοιχτόχρωμες κοπράνες (σε περιπτώσεις απόφραξης των χοληφόρων αγγείων).

  • Εξετάσεις αίματος που μετρούν τα επίπεδα χολερυθρίνης.
  • Αξιολόγηση της ηπατικής λειτουργίας και τυχόν υποκείμενων παθήσεων.

Ανάλογα με την αιτία της υπερχολερυθριναιμίας, μπορεί να περιλαμβάνει:

  • Φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της υποκείμενης κατάστασης.
  • Αιμολυτικά μέτρα για τη θεραπεία της αιμολυτικής αναιμίας.
  • Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί μετάγγιση αίματος ή ηπατική μεταμόσχευση.

Η υπερχολερυθριναιμία μπορεί να υποδεικνύει σοβαρές ιατρικές καταστάσεις και απαιτεί κατάλληλη διάγνωση και παρέμβαση.