υπέρχρωση

hyperpigmentation

Η υπέρχρωση αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση κατά την οποία υπάρχει αυξημένη χρωστική ουσία σε μια συγκεκριμένη περιοχή του δέρματος ή άλλων ιστών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση σκοτεινών ή χρωματισμένων κηλίδων, οι οποίες μπορεί να είναι τοπικές ή διάχυτες.

  • Φυσιολογικές αιτίες: Αυξημένη παραγωγή μελανίνης, όπως συμβαίνει σε περιοχές που εκτίθενται στον ήλιο (ηλιακή υπέρχρωση).
  • Παθολογικές αιτίες: Καταστάσεις όπως η υπερμελανosis, οι ορμονικές αλλαγές (π.χ. στην εγκυμοσύνη), φλεγμονές, ή η λήψη ορισμένων φαρμάκων.
  • Δερματολογικές παθήσεις: Κηλίδες χρώματος, όπως οι φακίδες ή οι κηλίδες ηλικίας.

  • Εμφάνιση καφέ ή μαύρων κηλίδων στο δέρμα.
  • Αλλαγές στο χρώμα των βλεννογόνων (π.χ. στο στόμα ή στο κόλπο).

Η διάγνωση γίνεται συνήθως μέσω κλινικής εκτίμησης και ιστορικού, ενώ μπορεί να απαιτούνται εξετάσεις όπως βιοψία δέρματος ή δερματολογική εξέταση.

  • Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση τοπικών κρεμών ή θεραπειών που περιέχουν υδροκινόνη, ρετινοειδή ή άλλες λευκαντικές ουσίες.
  • Στην περίπτωση ηλιακής υπέρχρωσης, η αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο και η χρήση αντηλιακών είναι κρίσιμες.
  • Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτούνται δερματολογικές επεμβάσεις ή θεραπείες λέιζερ.

Η υπέρχρωση είναι συνήθως μια καλοήθης κατάσταση, αλλά η εμφάνισή της μπορεί να επηρεάσει την αισθητική και την ψυχολογία του ατόμου.