υπογλώσσιος, -α, -ο

sublingual

Ο όρος υπογλώσσιος αναφέρεται σε οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τη θέση διαφόρων δομών όσο και τη μέθοδο χορήγησης φαρμάκων.

Χρήσεις του όρου «υπογλώσσιος»:

  • Ανατομία: Υπογλώσσια αδένας: Είναι ένας σιελογόνος αδένας που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα και εκκρίνει σάλιο στο στόμα.
  • Υπογλώσσιο νεύρο: Ένα κρανιακό νεύρο (υπογλώσσιο νεύρο ή νεύρο XII) που είναι υπεύθυνο για την κίνηση των μυών της γλώσσας.
  • Υπογλώσσια χορήγηση φαρμάκων: Πρόκειται για μια μέθοδο κατά την οποία τοποθετείται το φάρμακο κάτω από τη γλώσσα, όπου απορροφάται γρήγορα από τον βλεννογόνο και εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος, παρακάμπτοντας το πεπτικό σύστημα. Χρησιμοποιείται συχνά για φάρμακα που χρειάζονται ταχεία δράση, όπως η νιτρογλυκερίνη για την ανακούφιση από στηθάγχη.

Σημασία της υπογλώσσιας χορήγησης:

  • Ταχεία απορρόφηση: Τα φάρμακα εισέρχονται γρήγορα στην κυκλοφορία του αίματος, καθώς η περιοχή κάτω από τη γλώσσα είναι πλούσια σε αιμοφόρα αγγεία.
  • Αποφυγή πρώτης διόδου από το ήπαρ: Το φάρμακο δεν περνά από το ήπαρ πριν φτάσει στην κυκλοφορία, διατηρώντας έτσι την αποτελεσματικότητά του.

Ο όρος υπογλώσσιος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην ανατομία και τη φαρμακευτική, καθώς οι δομές και οι διαδικασίες που σχετίζονται με αυτή την περιοχή διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην πέψη, την ομιλία και την ταχεία χορήγηση φαρμάκων.