υποκαλιαιμία

hypokalemia

Η υποκαλιαιμία αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση κατά την οποία τα επίπεδα καλίου στο αίμα είναι χαμηλότερα από το φυσιολογικό εύρος. Το κάλιο είναι ένα σημαντικό ηλεκτρολύτη που παίζει κρίσιμο ρόλο σε πολλές λειτουργίες του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης της ηλεκτρικής σταθερότητας των κυττάρων, της λειτουργίας των μυών (συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς) και της ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης.

Κανονικά Επίπεδα Καλίου: Τα φυσιολογικά επίπεδα καλίου στο αίμα κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 3.5 και 5.0 mEq/L.

 

  • Αυξημένη απώλεια καλίου (π.χ. μέσω του ουροποιητικού συστήματος λόγω διουρητικών, γαστρεντερικών απωλειών λόγω διάρροιας ή εμετού).
  • Μειωμένη πρόσληψη καλίου (π.χ. φτωχή διατροφή).
  • Παθήσεις όπως η επινεφριδιακή υπερπλασία ή οι διαταραχές του θυρεοειδούς.

  • Μυϊκή αδυναμία ή κράμπες.
  • Κόπωση ή αδυναμία.
  • Αρρυθμίες (ανωμαλίες στον καρδιακό ρυθμό).
  • Ίλιγγος ή ζάλη.

Συνήθως γίνεται μέσω αιματολογικών εξετάσεων που μετρούν τα επίπεδα καλίου στο πλάσμα.

Η θεραπεία της υποκαλιαιμίας περιλαμβάνει:

  • Αυξημένη πρόσληψη καλίου μέσω διατροφής (π.χ. κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, και ξηρών καρπών πλούσιων σε κάλιο).
  • Χορήγηση συμπληρωμάτων καλίου, εφόσον απαιτείται.
  • Αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας που προκαλεί τη μείωση των επιπέδων καλίου.

Η υποκαλιαιμία είναι μια κατάσταση που μπορεί να έχει σοβαρές επιπλοκές αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της καρδιάς.