υπονατριαιμία

hyponatremia

Η υπονατριαιμία είναι μια ιατρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα νατρίου στο αίμα, συνήθως ορίζεται ως επίπεδα νατρίου κάτω από 135 mEq/L (ή mmol/L). Το νάτριο είναι ένα βασικό ηλεκτρολύτη που παίζει κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση της ισορροπίας των υγρών στο σώμα, στη μετάδοση των νευρικών σημάτων και στη λειτουργία των μυών.

 

Οι αιτίες της υπονατριαιμίας ποικίλλουν και περιλαμβάνουν:

  • Υπερβολική κατανάλωση υγρών: Μπορεί να οδηγήσει σε αραιώση των επιπέδων νατρίου στο αίμα.
  • Απώλεια νατρίου: Μέσω ενούς ή εμετού, διάρροιας, ιδρώτα ή διουρητικών φαρμάκων.
  • Παθήσεις: Όπως η καρδιακή ανεπάρκεια, η ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία, ή οι ενδοκρινολογικές διαταραχές.
  • Σύνδρομο ακατάλληλης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (SIADH): Αυτή η κατάσταση προκαλεί υπερβολική κατακράτηση νερού και μείωση των επιπέδων νατρίου.

Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Κούραση.
  • Ναυτία ή έμετο.
  • Πονοκέφαλος.
  • Συμπτώματα σχετιζόμενα με τη νευρική λειτουργία, όπως σύγχυση, μυϊκή αδυναμία ή σπασμοί.

Η υπονατριαιμία διαγιγνώσκεται μέσω αιματολογικών εξετάσεων που μετρούν τα επίπεδα νατρίου στο αίμα.

Η θεραπεία της υπονατριαιμίας εξαρτάται από την αιτία και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μπορεί να περιλαμβάνει:

  • Περιορισμό της πρόσληψης υγρών.
  • Χορήγηση νατρίου μέσω ενδοφλέβιας (IV) θεραπείας.
  • Αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας.

Κίνδυνοι: Η υπερβολική ή ταχεία διόρθωση της υπονατριαιμίας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως η σύνδρομο από την αποκατάσταση του νατρίου (osmotic demyelination syndrome), που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα.

Η παρακολούθηση και η σωστή διαχείριση της υπονατριαιμίας είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη σοβαρών επιπλοκών και την αποκατάσταση της ισορροπίας ηλεκτρολυτών στο σώμα.